ανακαταρτισμός

ανακαταρτισμός
ο
νέος καταρτισμός, αναδιοργάνωση, νέα διαρρύθμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταρτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανακαταρτίζω — καταρτίζω εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταρτίζω. ΠΑΡ. ανακαταρτισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”